ξέστρωτος

ξέστρωτος
-η, -ο [ξεστρώνω]
1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα
2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος
3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος»
(για πρόσ.) (επιτιμητικά) ατίθασος, ανυπότακτος, απειθάρχητος άνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξέστρωτος — η, ο 1. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε το κάλυμμα, ο ξεστρωμένος. 2. αυτός που δεν είναι στρωμένος, ο άστρωτος: Έχουμε ακόμη ξέστρωτη την αυλή. 3. για ζώο, το ξεσαμάρωτο. 4. για κρεβάτι ή τραπέζι, αυτό που δεν έχει τίποτε επάνω: Το φαγητό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”